- Τυνδαρίδης
- και δωρ. τ. Τυνδαρίδας, ὁ, και θηλ. τ. πατρων. Τυνδαρίς, -ίδος, Α1. το τέκνο τού Τυνδάρεω2. στον πληθ. οἱ Τυνδαρίδαιτα παιδιά τού μυθικού αυτού βασιλιά, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης3. το θηλ. α) η κόρη του ίδιου βασιλιά, η Ελένηβ) πόλη τής Σικελίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Τυνδαρίδαι αποτελεί προσωνυμία τών Διοσκούρων, η οποία ερμηνεύεται ως πατρωνυμικό σχηματισμένο από το όν. Τυνδάρεος / -εως, ο οποίος αναφέρεται στην Οδύσσεια (λ. 298) ως πατέρας τού Κάστορος και τού Πολυδεύκη. Ωστόσο, με αφετηρία το όν. Διόσκουροι «γιοι τού Διός», έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις οι οποίες θεωρούν τον τ. Τυν-δαρ-ίδης / Τιν-δαρ-ίδης ως πρωτοϊνδοευρωπαϊκό και συνδέουν το πρώτο συνθετικό τής λ. με την ετρουσκική ονομ. τού Διός Tina, Tinia και το β' συνθετικό με έναν ετρουσκικό — αμφίβολο όμως — τ. θur, tur με σημ. «γιος» ή με το ετρουσκικό tur «δώρο», οπότε ο τ. Τιν-δαρ-ίδης αντιστοιχεί με τον τ. Θεό-δωρος].
Dictionary of Greek. 2013.